εφορευτικός

εφορευτικός
-ή, -ό
ο αρμόδιος να επιβλέπει και να εποπτεύει: Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφορευτικός — ή, ό [εφορεύω] 1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός 2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”